Sanan à nouveau käännös ranska-kreikka
- εκ νέου
- από την αρχή
- ξανά
- ξαναβάζω
- πάλιΤηρούνται και πάλι παλαιές μέθοδοι, ακολουθούνται και πάλι πεπατημένες οδοί, κάτι το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί! Là, les anciens sillons devraient à nouveau être tracés, là on veut à nouveau prendre les anciens chemins, cela ne va pas !